στεγάσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
στεγάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στεγάζω
- θα στεγάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στεγάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
στεγάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στέγαση