Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

< → δείτε τις λέξεις στα και τσακίδια

  Έκφραση επεξεργασία

στα τσακίδια!

  • (μεταφορικά) αποδίδεται υβριστικά για την απομάκρυνση κάποιου, κατά την έννοια στη συνέχεια να πέσει και να τσακιστεί (π.χ. σε γκρεμό, πηγάδι κ.λπ.)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία