στα πρόθυρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαστα πρόθυρα
- (μεταφορικά) η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί λίγο πριν μια ανεπιθύμητη / αρνητική εξέλιξη ή έκβαση
- ※ Στα πρόθυρα κατάρρευσης η εμπορική δραστηριότητα στο Κιλκίς. (enet.grt)
- (μεταφορικά, σπάνιο) η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί λίγο πριν μια επιθυμητή / θετική εξέλιξη ή έκβαση
- ※ Σκηνοθέτριες στα πρόθυρα δημιουργικής έξαρσης. (enet.gr)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στα πρόθυρα
|
Πηγές
επεξεργασία- πρόθυρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «πρόθυρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)