Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταχομαζώχτρα οι σταχομαζώχτρες
      γενική της σταχομαζώχτρας
    αιτιατική τη σταχομαζώχτρα τις σταχομαζώχτρες
     κλητική σταχομαζώχτρα σταχομαζώχτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
"Σταχομαζώχτρες", πίνακας του Jean-François Millet

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχομαζώχτρα < στάχυ + μαζώχτρα (< μαζώχνω, μαζεύω + -τρα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταχομαζώχτρα θηλυκό

  • αυτή που μαζεύει τα στάχυα που έχουν απομείνει σε έναν ήδη θερισμένο αγρό
    Η Σταχομαζώχτρα: τίτλος διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
    ※  Οι περιπέτειες, η αγωνία και ο αγώνας επιβίωσης που δίνει η θεια-Αχτίτσα, η σταχομαζώχτρα του Παπαδιαµάντη, για να µεγαλώσει τα δύο ορφανά εγγόνια της είναι µεν µια πικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία µε αίσιο τέλος, γραµµένη κάπου µεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, αλλά µε µια δεύτερη µατιά µπορεί κανείς να αναγνωρίσει κοινά στοιχεία µε την τρέχουσα δεινή θέση της Ελλάδας. (* εφημερίδα Το Βήμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία