σταφυλοφαγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταφυλοφαγία θηλυκό
- η κατανάλωση σταφυλιών σε μεγάλες ποσότητες
- η αποκλειστική κατανάλωση σταφυλιών
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταφυλοφαγία
|
σταφυλοφαγία θηλυκό
|