Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταφυλοφαγία οι σταφυλοφαγίες
      γενική της σταφυλοφαγίας των σταφυλοφαγιών
    αιτιατική τη σταφυλοφαγία τις σταφυλοφαγίες
     κλητική σταφυλοφαγία σταφυλοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταφυλοφαγία < σταφύλ(ι) + -ο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταφυλοφαγία θηλυκό

  1. η κατανάλωση σταφυλιών σε μεγάλες ποσότητες
  2. η αποκλειστική κατανάλωση σταφυλιών

  Μεταφράσεις επεξεργασία