στασίασις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στασίασῐς | αἱ | στασιάσεις | ||||
γενική | τῆς | στασιάσεως | τῶν | στασιάσεων | ||||
δοτική | τῇ | στασιάσει | ταῖς | στασιάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | στασίασῐν | τὰς | στασιάσεις | ||||
κλητική ὦ! | στασίασῐ | στασιάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στασιάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στασιασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στασίασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στασιά(ζω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
στασίασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (σε επιγραφή) συνώνυμο του αρχαίου στασιασμός: η στασίαση
- ※ στη δοτική Επιγραφή 1ος↑↓ αιώνας, Αρκαδία, Τεγέα V(2), 20, στίχ.15 @packhum
- ἔν τε τᾶι κοινᾶι στασιάσει ἀνεστράφη
- ※ στη δοτική Επιγραφή 1ος↑↓ αιώνας, Αρκαδία, Τεγέα V(2), 20, στίχ.15 @packhum
Πηγές επεξεργασία
- στασίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.