σταλινοειδής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σταλινοειδής, -ής, -ές
- κομμουνιστής, αριστερός που πρόσκειται στη σταλινική ιδεολογία
- ※ "...έκανε τον μέσο πολιτευτή της ΝΔ να εκλιπαρεί για εύσημα «προοδευτικότητας» από το κάθε σταλινοειδές που αντάμωνε στο διάβα του" (Τάκης Μίχας, "Γιατί η ΝΔ διόριζε Αριστερούς",29-11-2013, ιστοχώρος protagon.gr)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σταλινοειδής