Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταλινοειδής η σταλινοειδής το σταλινοειδές
      γενική του σταλινοειδούς* της σταλινοειδούς του σταλινοειδούς
    αιτιατική τον σταλινοειδή τη σταλινοειδή το σταλινοειδές
     κλητική σταλινοειδή(ς) σταλινοειδής σταλινοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταλινοειδείς οι σταλινοειδείς τα σταλινοειδή
      γενική των σταλινοειδών των σταλινοειδών των σταλινοειδών
    αιτιατική τους σταλινοειδείς τις σταλινοειδείς τα σταλινοειδή
     κλητική σταλινοειδείς σταλινοειδείς σταλινοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταλινοειδής < Στάλιν + -ο- + -ειδής (είδος)

  Επίθετο επεξεργασία

σταλινοειδής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία