σταλινοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σταλινοειδής | η | σταλινοειδής | το | σταλινοειδές |
γενική | του | σταλινοειδούς* | της | σταλινοειδούς | του | σταλινοειδούς |
αιτιατική | τον | σταλινοειδή | τη | σταλινοειδή | το | σταλινοειδές |
κλητική | σταλινοειδή(ς) | σταλινοειδής | σταλινοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σταλινοειδείς | οι | σταλινοειδείς | τα | σταλινοειδή |
γενική | των | σταλινοειδών | των | σταλινοειδών | των | σταλινοειδών |
αιτιατική | τους | σταλινοειδείς | τις | σταλινοειδείς | τα | σταλινοειδή |
κλητική | σταλινοειδείς | σταλινοειδείς | σταλινοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σταλινοειδής, -ής, -ές
- κομμουνιστής, αριστερός που πρόσκειται στη σταλινική ιδεολογία
- ※ "...έκανε τον μέσο πολιτευτή της ΝΔ να εκλιπαρεί για εύσημα «προοδευτικότητας» από το κάθε σταλινοειδές που αντάμωνε στο διάβα του" (Τάκης Μίχας, "Γιατί η ΝΔ διόριζε Αριστερούς",29-11-2013, ιστοχώρος protagon.gr)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταλινοειδής
|