στέγασις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
στεγᾰσι-, στεγᾰσε- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | στέγασῐς | αἱ | στεγάσεις | ||||
γενική | τῆς | στεγάσεως | τῶν | στεγάσεων | ||||
δοτική | τῇ | στεγάσει | ταῖς | στεγάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | στέγασῐν | τὰς | στεγάσεις | ||||
κλητική ὦ! | στέγασῐ | στεγάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεγάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στεγασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στέγασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στεγά(ζω) + -σις (-ωσις) < στέγη
Ουσιαστικό επεξεργασία
στέγασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (σε επιγραφή) που καλύπτει ως στέγαση, η στέγη
- → χρειάζεται παράθεμα IG 42(1).102.214, (Επίδαυρος, 4ος αιώνας πκε)
- άλλες μορφές σε επιγραφές: στέγασσις, στέγαξις
- άλλες μορφές: στέγασμα
Πηγές επεξεργασία
- στέγασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.