Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπυριάζω < σπυρ(ί) + -ιάζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spiˈɾʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπυ‐ριά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

σπυριάζω, αόρ.: σπύριασα, μτχ.π.π.: σπυριασμένος

  • γεμίζω σπυριά στο δέρμα μου

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία