σποράγγειο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σποράγγειο < αγγλική sporangium < λατινική sporangium < σπορά + ἀγγεῖον (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σποράγγειο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σποράγγειο