Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπλαγχνογραφικός η σπλαγχνογραφική το σπλαγχνογραφικό
      γενική του σπλαγχνογραφικού της σπλαγχνογραφικής του σπλαγχνογραφικού
    αιτιατική τον σπλαγχνογραφικό τη σπλαγχνογραφική το σπλαγχνογραφικό
     κλητική σπλαγχνογραφικέ σπλαγχνογραφική σπλαγχνογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπλαγχνογραφικοί οι σπλαγχνογραφικές τα σπλαγχνογραφικά
      γενική των σπλαγχνογραφικών των σπλαγχνογραφικών των σπλαγχνογραφικών
    αιτιατική τους σπλαγχνογραφικούς τις σπλαγχνογραφικές τα σπλαγχνογραφικά
     κλητική σπλαγχνογραφικοί σπλαγχνογραφικές σπλαγχνογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπλαγχνογραφικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σπλαγχνογραφικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία