Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σπιθαμιαίο

  1. σπιθαμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

σπιθαμιαίο, ουδέτερο του σπιθαμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού