σπηλαίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σπηλαίο
- σπηλαίος, στην αιτιατική του ενικού
σπηλαίο, ουδέτερο του σπηλαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
σπηλαίο
σπηλαίο, ουδέτερο του σπηλαίος