Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σπηλαίο

  1. σπηλαίος, στην αιτιατική του ενικού

σπηλαίο, ουδέτερο του σπηλαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού