σπερμοφυής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπερμοφυής | η | σπερμοφυής | το | σπερμοφυές |
γενική | του | σπερμοφυούς* | της | σπερμοφυούς | του | σπερμοφυούς |
αιτιατική | τον | σπερμοφυή | τη | σπερμοφυή | το | σπερμοφυές |
κλητική | σπερμοφυή(ς) | σπερμοφυής | σπερμοφυές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπερμοφυείς | οι | σπερμοφυείς | τα | σπερμοφυή |
γενική | των | σπερμοφυών | των | σπερμοφυών | των | σπερμοφυών |
αιτιατική | τους | σπερμοφυείς | τις | σπερμοφυείς | τα | σπερμοφυή |
κλητική | σπερμοφυείς | σπερμοφυείς | σπερμοφυή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπερμοφυής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
σπερμοφυής, -ής, -ές
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπερμοφυής
|