Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπερμοτοξικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπερμοτοξικ
ός
η
σπερμοτοξικ
ή
το
σπερμοτοξικ
ό
γενική
του
σπερμοτοξικ
ού
της
σπερμοτοξικ
ής
του
σπερμοτοξικ
ού
αιτιατική
τον
σπερμοτοξικ
ό
τη
σπερμοτοξικ
ή
το
σπερμοτοξικ
ό
κλητική
σπερμοτοξικ
έ
σπερμοτοξικ
ή
σπερμοτοξικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπερμοτοξικ
οί
οι
σπερμοτοξικ
ές
τα
σπερμοτοξικ
ά
γενική
των
σπερμοτοξικ
ών
των
σπερμοτοξικ
ών
των
σπερμοτοξικ
ών
αιτιατική
τους
σπερμοτοξικ
ούς
τις
σπερμοτοξικ
ές
τα
σπερμοτοξικ
ά
κλητική
σπερμοτοξικ
οί
σπερμοτοξικ
ές
σπερμοτοξικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπερμοτοξικός
<
σπέρμ(α)
+
-ο-
+
τοξικός
Επίθετο
επεξεργασία
σπερμοτοξικός, -ή, -ό
(
ιατρική
,
φαρμακευτική
)
άλλη μορφή
του
σπερματοτοξικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σπέρμα
,
τοξίνη
και
τοξικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπερμοτοξικός