σπερματίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπερματίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπερματίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) άλλη μορφή του σπερμίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερματίνη
→ δείτε τη λέξη σπερμίνη |
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- σπερματίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)