σούμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σούμο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 相撲 (すも, sumō) (相=μαζί, 撲=χτυπάω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούμο ουδέτερο άκλιτο
- άθλημα πάλης της Ιαπωνίας, στο οποίο οι παλαιστές είναι υπέρβαροι
σούμο ουδέτερο άκλιτο