σούδα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούδα | οι | σούδες |
γενική | της | σούδας | των | σουδών |
αιτιατική | τη | σούδα | τις | σούδες |
κλητική | σούδα | σούδες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σούδα < μεσαιωνική ελληνική σούδα < λατινική sudis
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σούδα θηλυκό
- το αυλάκι, το ρείθρο που παροχετεύει τα οικιακά βρομόνερα
- τάφρος
- (συνεκδοχικά) στενοσόκακο, μονοπάτι