σούγλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σούγλος | οι | σούγλοι |
γενική | του | σούγλου | των | σούγλων |
αιτιατική | τον | σούγλο | τους | σούγλους |
κλητική | σούγλε | σούγλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σούγλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σούγλος αρσενικό
- (ιδιωματικό) (κρητικά) κουβάς, κάδος