σουφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σουφικός | η | σουφική | το | σουφικό |
γενική | του | σουφικού | της | σουφικής | του | σουφικού |
αιτιατική | τον | σουφικό | τη | σουφική | το | σουφικό |
κλητική | σουφικέ | σουφική | σουφικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σουφικοί | οι | σουφικές | τα | σουφικά |
γενική | των | σουφικών | των | σουφικών | των | σουφικών |
αιτιατική | τους | σουφικούς | τις | σουφικές | τα | σουφικά |
κλητική | σουφικοί | σουφικές | σουφικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σουφικός, -ή, -ό
- (ισλαμισμός) που έχει σχέση με τους Σούφι ή αναφέρεται σ’ αυτούς