σολδίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σολδίο | τα | σολδία |
γενική | του | σολδίου | των | σολδίων |
αιτιατική | το | σολδίο | τα | σολδία |
κλητική | σολδίο | σολδία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σολδίο < μεσαιωνική ελληνική σολδίον ή (ελληνιστική κοινή) σολδίον < λατινική soldus < solidus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *solidos < *solh₂- (ολόκληρος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σολδίο ουδέτερο
- (νόμισμα, ιστορία) το βυζαντινό σολδίον
- (νόμισμα, παρωχημένο) παλαιότερο χάλκινο ή ορειχάλκινο γαλλικό νόμισμα (1/20 της λίβρας)
- (νόμισμα, παρωχημένο) γαλλικό νόμισμα 5 λεπτών
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σολδίο
|