Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σμυριδοφύλακας οι σμυριδοφύλακες
      γενική του σμυριδοφύλακα των σμυριδοφυλάκων
    αιτιατική τον σμυριδοφύλακα τους σμυριδοφύλακες
     κλητική σμυριδοφύλακα σμυριδοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμυριδοφύλακας < σμυρίδ(α) + -ο- + -φύλακας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σμυριδοφύλακας αρσενικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  • (παρωχημένο, επάγγελμα) ο επιτετραμμένος, με ειδικά αστυνομικά καθήκοντα, ελέγχου οποιασδήποτε παραβατικότητας που προβλέπει η σχετική νομοθεσία περί της εξόρυξης και διάθεσης της "ναξίας σμύριδας", από τους χώρους εξόρυξης (σμυριδωρυχεία), μέχρι και τους χώρους παράδοσης ή φύλαξης (σμυριδαποθήκες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία