σμερδαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμερδαλέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)merd- (δαγκώνω, τσιμπώ, κεντρίζω)
Επίθετο επεξεργασία
σμερδαλέος, -α, -ον (το θηλυκό στον ιωνικό τύπο: σμερδαλέη)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σμερδαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.