↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σμαραγδόχρους το σμαραγδόχρουν
      γενική του/της σμαραγδόχρου του σμαραγδόχρου
    αιτιατική τον/τη σμαραγδόχρου το σμαραγδόχρουν
     κλητική σμαραγδόχρους* σμαραγδόχρουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμαραγδόχροες τα σμαραγδόχροα
      γενική των σμαραγδοχρόων των σμαραγδοχρόων
    αιτιατική τους/τις σμαραγδόχροες τα σμαραγδόχροα
     κλητική σμαραγδόχροες σμαραγδόχροα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμαραγδόχρους < σμαραγδ(ί) + -ό- + -χρους

  Επίθετο

επεξεργασία

σμαραγδόχρους, -ους, -ουν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία