σμαραγδόχρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | σμαραγδόχρους | το | σμαραγδόχρουν | ||
γενική | του/της | σμαραγδόχρου | του | σμαραγδόχρου | ||
αιτιατική | τον/τη | σμαραγδόχρου | το | σμαραγδόχρουν | ||
κλητική | σμαραγδόχρους* | σμαραγδόχρουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | σμαραγδόχροες | τα | σμαραγδόχροα | ||
γενική | των | σμαραγδοχρόων | των | σμαραγδοχρόων | ||
αιτιατική | τους/τις | σμαραγδόχροες | τα | σμαραγδόχροα | ||
κλητική | σμαραγδόχροες | σμαραγδόχροα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σμαραγδόχρους < σμαραγδ(ί) + -ό- + -χρους
Επίθετο
επεξεργασίασμαραγδόχρους, -ους, -ουν
- (χρώμα) που έχει βαθυπράσινο χρώμα παρόμοιο με αυτό του σμαραγδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία σμαραγδόχρους
|