σκριπτάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκριπτάκι | τα | σκριπτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκριπτάκι | τα | σκριπτάκια |
κλητική | σκριπτάκι | σκριπτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκριπτάκι < υποκοριστικό του σκριπτ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκριπτάκι ουδέτερο
- (πληροφορική) μικρή σειρά οδηγιών σύμφωνα με τις οποίες θα τρέξει ένα μποτ
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκριπτάκι
→ δείτε τη λέξη σκριπτ |