Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκουληκόψαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκουληκόψαρ
ο
τα
σκουληκόψαρ
α
γενική
του
σκουληκόψαρ
ου
των
σκουληκόψαρ
ων
αιτιατική
το
σκουληκόψαρ
ο
τα
σκουληκόψαρ
α
κλητική
σκουληκόψαρ
ο
σκουληκόψαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Gunnellichthys viridescens, ένα από τα πέντε είδη
σκουληκόψαρων
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκουληκόψαρο
<
σκουλήκ(ι)
+
-ό-
+
-ψαρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκουληκόψαρο
ουδέτερο
πρωτόγονο
ψάρι
χωρίς γνάθο και με νωτοχορδή (όχι σπονδυλική στήλη), με επιστημονική ονομασία Microdesminae
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
:
worm-fish
(en)
,
wormfish
(en)