Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουληκόψαρο τα σκουληκόψαρα
      γενική του σκουληκόψαρου των σκουληκόψαρων
    αιτιατική το σκουληκόψαρο τα σκουληκόψαρα
     κλητική σκουληκόψαρο σκουληκόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Gunnellichthys viridescens, ένα από τα πέντε είδη σκουληκόψαρων

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουληκόψαρο < σκουλήκ(ι) + -ό- + -ψαρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουληκόψαρο ουδέτερο

  • πρωτόγονο ψάρι χωρίς γνάθο και με νωτοχορδή (όχι σπονδυλική στήλη), με επιστημονική ονομασία Microdesminae

  Μεταφράσεις επεξεργασία