σκοταδιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοταδιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
σκοταδιάζω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκοταδιάζω | σκοτάδιαζα | θα σκοταδιάζω | να σκοταδιάζω | σκοταδιάζοντας | |
β' ενικ. | σκοταδιάζεις | σκοτάδιαζες | θα σκοταδιάζεις | να σκοταδιάζεις | σκοτάδιαζε | |
γ' ενικ. | σκοταδιάζει | σκοτάδιαζε | θα σκοταδιάζει | να σκοταδιάζει | ||
α' πληθ. | σκοταδιάζουμε | σκοταδιάζαμε | θα σκοταδιάζουμε | να σκοταδιάζουμε | ||
β' πληθ. | σκοταδιάζετε | σκοταδιάζατε | θα σκοταδιάζετε | να σκοταδιάζετε | σκοταδιάζετε | |
γ' πληθ. | σκοταδιάζουν(ε) | σκοτάδιαζαν σκοταδιάζαν(ε) |
θα σκοταδιάζουν(ε) | να σκοταδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκοτάδιασα | θα σκοταδιάσω | να σκοταδιάσω | σκοταδιάσει | ||
β' ενικ. | σκοτάδιασες | θα σκοταδιάσεις | να σκοταδιάσεις | σκοτάδιασε | ||
γ' ενικ. | σκοτάδιασε | θα σκοταδιάσει | να σκοταδιάσει | |||
α' πληθ. | σκοταδιάσαμε | θα σκοταδιάσουμε | να σκοταδιάσουμε | |||
β' πληθ. | σκοταδιάσατε | θα σκοταδιάσετε | να σκοταδιάσετε | σκοταδιάστε | ||
γ' πληθ. | σκοτάδιασαν σκοταδιάσαν(ε) |
θα σκοταδιάσουν(ε) | να σκοταδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκοταδιάσει | είχα σκοταδιάσει | θα έχω σκοταδιάσει | να έχω σκοταδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκοταδιάσει | είχες σκοταδιάσει | θα έχεις σκοταδιάσει | να έχεις σκοταδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκοταδιάσει | είχε σκοταδιάσει | θα έχει σκοταδιάσει | να έχει σκοταδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκοταδιάσει | είχαμε σκοταδιάσει | θα έχουμε σκοταδιάσει | να έχουμε σκοταδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκοταδιάσει | είχατε σκοταδιάσει | θα έχετε σκοταδιάσει | να έχετε σκοταδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκοταδιάσει | είχαν σκοταδιάσει | θα έχουν σκοταδιάσει | να έχουν σκοταδιάσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοταδιάζω
|