σκελετολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκελετολογικός < σκελετολογ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
σκελετολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την σκελετολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκελετολογικός
|
σκελετολογικός, -ή, -ό
|