σκαφάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαφάκι | τα | σκαφάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκαφάκι | τα | σκαφάκια |
κλητική | σκαφάκι | σκαφάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαφάκι < σκάφος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκαφάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σκάφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκαφάκι
|