σκαριφίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ska.ɾiˈfi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐ρι‐φί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασκαριφίζω
- άλλη μορφή του σκαριφώ
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκαριφίζω
→ δείτε τη λέξη σκαριφώ |