Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιούτος < πιθανολογείται από ιταλική asciutto (= ξερός, στεγνός)

  Επίθετο επεξεργασία

σιούτος, -α, -ο

  • ζώο που του λείπουν τα κέρατα, π.χ. τράγος, γίδα, πρόβατο κ.α. (στην ηπειρωτική διάλεκτο)

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. σιούτης
  2. αμπάδικος (ναξιακή διάλεκτος)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • περισσότερο σε χρήση είναι το θηλυκό και ουδέτερο γένος του επιθέτου και σπάνια το αρσενικό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία