Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σινοσοβιετικός η σινοσοβιετική το σινοσοβιετικό
      γενική του σινοσοβιετικού της σινοσοβιετικής του σινοσοβιετικού
    αιτιατική τον σινοσοβιετικό τη σινοσοβιετική το σινοσοβιετικό
     κλητική σινοσοβιετικέ σινοσοβιετική σινοσοβιετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σινοσοβιετικοί οι σινοσοβιετικές τα σινοσοβιετικά
      γενική των σινοσοβιετικών των σινοσοβιετικών των σινοσοβιετικών
    αιτιατική τους σινοσοβιετικούς τις σινοσοβιετικές τα σινοσοβιετικά
     κλητική σινοσοβιετικοί σινοσοβιετικές σινοσοβιετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σινοσοβιετικός < σινο- + σοβιετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

σινοσοβιετικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία