σιδηρόστρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιδηρόστρωση | οι | σιδηροστρώσεις |
γενική | της | σιδηρόστρωσης* | των | σιδηροστρώσεων |
αιτιατική | τη | σιδηρόστρωση | τις | σιδηροστρώσεις |
κλητική | σιδηρόστρωση | σιδηροστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιδηροστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδηρόστρωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδηρόστρωση
|