σιδηρεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σιδηρεῖον | τὰ | σιδηρεῖᾰ |
γενική | τοῦ | σιδηρείου | τῶν | σιδηρείων |
δοτική | τῷ | σιδηρείῳ | τοῖς | σιδηρείοις |
αιτιατική | τὸ | σιδηρεῖον | τὰ | σιδηρεῖᾰ |
κλητική ὦ! | σιδηρεῖον | σιδηρεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιδηρείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιδηρείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιδηρεῖον ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σιδηρεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.