Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σιδηρεῖον τὰ σιδηρεῖ
      γενική τοῦ σιδηρείου τῶν σιδηρείων
      δοτική τῷ σιδηρεί τοῖς σιδηρείοις
    αιτιατική τὸ σιδηρεῖον τὰ σιδηρεῖ
     κλητική ! σιδηρεῖον σιδηρεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιδηρείω
γεν-δοτ τοῖν  σιδηρείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδηρεῖον < σίδηρ(ος) + -εῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιδηρεῖον ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία