Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σημανοῦν < σημαίνω

  Μετοχή επεξεργασία

σημανοῦν ουδέτερο, (αρσενικό σημανῶν, θηλυκό σημανοῦσα)

  • μετοχή ενεργητικού μέλλοντος του ρήματος σημαίνω στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική πτώση
→ δείτε τη λέξη  σημαίνω