Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεράγι < Από το βενετσιάνικο Seraglio = περιτειχισμένος χώρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεράγι ουδέτερο