Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεπτός η σεπτή το σεπτό
      γενική του σεπτού της σεπτής του σεπτού
    αιτιατική τον σεπτό τη σεπτή το σεπτό
     κλητική σεπτέ σεπτή σεπτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεπτοί οι σεπτές τα σεπτά
      γενική των σεπτών των σεπτών των σεπτών
    αιτιατική τους σεπτούς τις σεπτές τα σεπτά
     κλητική σεπτοί σεπτές σεπτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεπτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σεπτός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

σεπτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σεπτός σεπτή τὸ σεπτόν
      γενική τοῦ σεπτοῦ τῆς σεπτῆς τοῦ σεπτοῦ
      δοτική τῷ σεπτ τῇ σεπτ τῷ σεπτ
    αιτιατική τὸν σεπτόν τὴν σεπτήν τὸ σεπτόν
     κλητική ! σεπτέ σεπτή σεπτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σεπτοί αἱ σεπταί τὰ σεπτᾰ́
      γενική τῶν σεπτῶν τῶν σεπτῶν τῶν σεπτῶν
      δοτική τοῖς σεπτοῖς ταῖς σεπταῖς τοῖς σεπτοῖς
    αιτιατική τοὺς σεπτούς τὰς σεπτᾱ́ς τὰ σεπτᾰ́
     κλητική ! σεπτοί σεπταί σεπτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σεπτώ τὼ σεπτᾱ́ τὼ σεπτώ
      γεν-δοτ τοῖν σεπτοῖν τοῖν σεπταῖν τοῖν σεπτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεπτός < ρηματικό επίθετο του σέβομαι

  Επίθετο επεξεργασία

σεπτός, -ή, -όν

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία