σαῦλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σαῦλος | ἡ | σαύλη | τὸ | σαῦλον |
γενική | τοῦ | σαύλου | τῆς | σαύλης | τοῦ | σαύλου |
δοτική | τῷ | σαύλῳ | τῇ | σαύλῃ | τῷ | σαύλῳ |
αιτιατική | τὸν | σαῦλον | τὴν | σαύλην | τὸ | σαῦλον |
κλητική ὦ! | σαῦλε | σαύλη | σαῦλον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | σαῦλοι | αἱ | σαῦλαι | τὰ | σαῦλᾰ |
γενική | τῶν | σαύλων | τῶν | σαύλων | τῶν | σαύλων |
δοτική | τοῖς | σαύλοις | ταῖς | σαύλαις | τοῖς | σαύλοις |
αιτιατική | τοὺς | σαύλους | τὰς | σαύλᾱς | τὰ | σαῦλᾰ |
κλητική ὦ! | σαῦλοι | σαῦλαι | σαῦλᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαύλω | τὼ | σαύλᾱ | τὼ | σαύλω |
γεν-δοτ | τοῖν | σαύλοιν | τοῖν | σαύλαιν | τοῖν | σαύλοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «πρῶτος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαῦλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασαῦλος, -η, -ον
- που βαδίζει σαν τη χελώνα, με βηματάκια
- (για άλογο) που βαδίζει καμαρωτά
- (κατ’ επέκταση) θηλυπρεπής, που βαδίζει σαν τις εταίρες και τις βακχεύτριες
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σαῦλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σαῦλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.