Δείτε επίσης: Σαῦλος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σαῦλος σαύλη τὸ σαῦλον
      γενική τοῦ σαύλου τῆς σαύλης τοῦ σαύλου
      δοτική τῷ σαύλ τῇ σαύλ τῷ σαύλ
    αιτιατική τὸν σαῦλον τὴν σαύλην τὸ σαῦλον
     κλητική ! σαῦλε σαύλη σαῦλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σαῦλοι αἱ σαῦλαι τὰ σαῦλ
      γενική τῶν σαύλων τῶν σαύλων τῶν σαύλων
      δοτική τοῖς σαύλοις ταῖς σαύλαις τοῖς σαύλοις
    αιτιατική τοὺς σαύλους τὰς σαύλᾱς τὰ σαῦλ
     κλητική ! σαῦλοι σαῦλαι σαῦλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σαύλω τὼ σαύλ τὼ σαύλω
      γεν-δοτ τοῖν σαύλοιν τοῖν σαύλαιν τοῖν σαύλοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «πρῶτος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαῦλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σαῦλος, -η, -ον

  1. που βαδίζει σαν τη χελώνα, με βηματάκια
  2. (για άλογο) που βαδίζει καμαρωτά
  3. (κατ’ επέκταση) θηλυπρεπής, που βαδίζει σαν τις εταίρες και τις βακχεύτριες

Συγγενικά

επεξεργασία