Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαχλαμπούχλα < σάχλα + *μπούχλα (< μπούρδα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαχλαμπούχλα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία