Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρόντ < χίντι सरोद (sarod)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρόντ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • sarod στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία