Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρδελοφάγος η σαρδελοφάγος
σαρδελοφάγα
το σαρδελοφάγο
      γενική του σαρδελοφάγου της σαρδελοφάγου
σαρδελοφάγας
του σαρδελοφάγου
    αιτιατική τον σαρδελοφάγο τη σαρδελοφάγο
σαρδελοφάγα
το σαρδελοφάγο
     κλητική σαρδελοφάγε σαρδελοφάγε
σαρδελοφάγα
σαρδελοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρδελοφάγοι οι σαρδελοφάγοι
σαρδελοφάγες
τα σαρδελοφάγα
      γενική των σαρδελοφάγων των σαρδελοφάγων των σαρδελοφάγων
    αιτιατική τους σαρδελοφάγους τις σαρδελοφάγους
σαρδελοφάγες
τα σαρδελοφάγα
     κλητική σαρδελοφάγοι σαρδελοφάγοι
σαρδελοφάγες
σαρδελοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρδελοφάγος < σαρδέλ(α) + -ο- + -φάγος

  Επίθετο επεξεργασία

σαρδελοφάγος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία