Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρδαμάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική salgamarius < salgama + -arius (-άριος) < sal < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- (αλάτι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαρδαμάριος αρσενικό

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Ἀδαμάντιος Κοραῆς, Άτακτα, σελ.241, Τόμος 1ος @books.google κεφάλαιο: Εις τον Πτωχοπρόδρομον
    ※  Στίχ. 97 ΣΑΡΔΑΜΑΡΙΟΥ - […] Ἰδοὺ λοιπὸν τρεῖς ΔΓ,1 καὶ αἱ τρεῖς ἴσως σφαλμέναι,(sic) ἐπειδὴ δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐξηγήσῃ κἀμμίαν ὁ Δουκάγγιος.2 Ὑποπτεύομαι ὅτι εἰς τόπον αὐτῶν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἔγραψε ΣΑΛΓΑΜΑΡΙΟΥ. Ὁ Σαλγαμάριος, λέξις κοινὴ εἰς τοὺς Γραικορωμαίους (ἀπὸ τῶν Ῥωμαίων τὸ Salgamarius, ἐσήμαινε τὸν πωλοῦντα Λάχανα, Γογγύλια, Ἀγγούρια, καὶ ἄλλα τοιαῦτα, ταριχευμένα εἰς ὀξείδιον, νὰ φυλάσσωνται εἰς χρῆσιν. Τοῦτο πιθανολογεῖται ἀκόμη ἀπὸ τὸ ἀκόλουθον Χαβιαροκαταλύτης· διότι οἱ αὐτοὶ ἐπωλοῦσαν καὶ τὸ Χαβιάριον, καὶ ἄλλα διάφορα τραγήματα· ὅθεν καὶ τὰ Γλωσσάρια λέγουν, «Παντοπώλης, Seplasiarius, Salgamarius». Εἶναι λοιπὸν ὁ Παντοπώλης ἢ Σαλγαμάριος, τὸν ὁποῖον σήμερον ὀνομάζομεν Βακάλην. Πρόσθες ὅτι καὶ οἱ Τοῦρκοι τὰ ταριχευμένα μὲ ὀξείδιον καὶ σίνηπι γογγύλια, ἀπὸ τοὺς Γραικορωμαίους λαβόντες,3 ὀνομάζουν Σαλγάμ.
    ΣτΕ: _1.ΔΓ: διάφοραι γραφαί (διαφορετικές γραφές) που καταγράφει παραπάνω
    _2. Δουκάγγιος: εννοεί τον λεξικογράφο du Cange
    _3. Όμως για το τουρκικό şalgam, < περσική شلغم (šalğam) < πιθανόν αρχαία ελληνική σικελικόν