σαπφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαπφικός | η | σαπφική | το | σαπφικό |
γενική | του | σαπφικού | της | σαπφικής | του | σαπφικού |
αιτιατική | τον | σαπφικό | τη | σαπφική | το | σαπφικό |
κλητική | σαπφικέ | σαπφική | σαπφικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαπφικοί | οι | σαπφικές | τα | σαπφικά |
γενική | των | σαπφικών | των | σαπφικών | των | σαπφικών |
αιτιατική | τους | σαπφικούς | τις | σαπφικές | τα | σαπφικά |
κλητική | σαπφικοί | σαπφικές | σαπφικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σαπφικός
- σχετικός με τη Σαπφώ
- (μεταφορικά) σχετικός με τη γυναικεία ομοφυλοφυλία