Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαπφικός η σαπφική το σαπφικό
      γενική του σαπφικού της σαπφικής του σαπφικού
    αιτιατική τον σαπφικό τη σαπφική το σαπφικό
     κλητική σαπφικέ σαπφική σαπφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπφικοί οι σαπφικές τα σαπφικά
      γενική των σαπφικών των σαπφικών των σαπφικών
    αιτιατική τους σαπφικούς τις σαπφικές τα σαπφικά
     κλητική σαπφικοί σαπφικές σαπφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπφικός < Σαπφώ + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

σαπφικός

  1. σχετικός με τη Σαπφώ
  2. (μεταφορικά) σχετικός με τη γυναικεία ομοφυλοφυλία

  Μεταφράσεις επεξεργασία