Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαξοφωνίστρια οι σαξοφωνίστριες
      γενική της σαξοφωνίστριας των σαξοφωνιστριών
    αιτιατική τη σαξοφωνίστρια τις σαξοφωνίστριες
     κλητική σαξοφωνίστρια σαξοφωνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαξοφωνίστρια< σαξοφωνίστας + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαξοφωνίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σαξοφωνίστας