Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σανιδόφραχτος η σανιδόφραχτη το σανιδόφραχτο
      γενική του σανιδόφραχτου της σανιδόφραχτης του σανιδόφραχτου
    αιτιατική τον σανιδόφραχτο τη σανιδόφραχτη το σανιδόφραχτο
     κλητική σανιδόφραχτε σανιδόφραχτη σανιδόφραχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σανιδόφραχτοι οι σανιδόφραχτες τα σανιδόφραχτα
      γενική των σανιδόφραχτων των σανιδόφραχτων των σανιδόφραχτων
    αιτιατική τους σανιδόφραχτους τις σανιδόφραχτες τα σανιδόφραχτα
     κλητική σανιδόφραχτοι σανιδόφραχτες σανιδόφραχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σανιδόφραχτος < σανίδα + φράζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

σανιδόφραχτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία