σαμαρσκίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαμαρσκίτης < samarskite → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαμαρσκίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, χημεία) ορυκτό οξείδιο σπανίων γαιών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαμαρσκίτης
|