Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαμαράδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σαμαράδικ
ο
τα
σαμαράδικ
α
γενική
του
σαμαράδικ
ου
των
σαμαράδικ
ων
αιτιατική
το
σαμαράδικ
ο
τα
σαμαράδικ
α
κλητική
σαμαράδικ
ο
σαμαράδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαμαράδικο
<
σαμάρ(ι)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαμαράδικο
ουδέτερο
το
εργαστήριο
ή το
κατάστημα
ενός
σαμαρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαμαράδικο