σαλπιγγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλπιγγικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
σαλπιγγικός, -ή, -ό
- σχέτικος με τις σάλπιγγες (τα γυναικεία όργανα αναπαραγωγής)
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλπιγγικός
|
σαλπιγγικός, -ή, -ό
|