Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σακχάρινος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σακχάριν
ος
η
σακχάριν
η
το
σακχάριν
ο
γενική
του
σακχάριν
ου
της
σακχάριν
ης
του
σακχάριν
ου
αιτιατική
τον
σακχάριν
ο
τη
σακχάριν
η
το
σακχάριν
ο
κλητική
σακχάριν
ε
σακχάριν
η
σακχάριν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σακχάριν
οι
οι
σακχάριν
ες
τα
σακχάριν
α
γενική
των
σακχάριν
ων
των
σακχάριν
ων
των
σακχάριν
ων
αιτιατική
τους
σακχάριν
ους
τις
σακχάριν
ες
τα
σακχάριν
α
κλητική
σακχάριν
οι
σακχάριν
ες
σακχάριν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σακχάρινος
<
σάκχαρις
+
-ινος
Επίθετο
επεξεργασία
σακχάρινος
(
λόγιο
)
άλλη μορφή
του
ζαχαρένιος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ζάχαρη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σακχάρινος
→
δείτε
τη λέξη
ζαχαρένιος