Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαβουρογάμης οι σαβουρογάμηδες
      γενική του σαβουρογάμη των σαβουρογάμηδων
    αιτιατική τον σαβουρογάμη τους σαβουρογάμηδες
     κλητική σαβουρογάμη σαβουρογάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαβουρογάμης < σαβούρα + -γάμης (γαμάω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ο σαβουρογάμης αρσενικό (θηλυκό σαβουρογάμισσα)

  • (προφορικό) που δεν είναι εκλεκτικός στην επιλογή ερωτικών συντρόφων, που αποδέχεται οποιαδήποτε σύντροφο αρκεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις
    ※  Θα λένε από μέσα τους ότι είμαι σαβουρογάμης και μουνόδουλος, αλλά δε θα με νοιάζει. Εγώ θα έχω εσένα που θα με σέρνεις από τη μύτη. (Μιχάλης Μιχαηλίδης, Η πισίνα των αναμνήσεων, 1999, σελ. 83)

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία